- λούσσον
- λοῡσσον, τὸ (Α)η λευκή ρητινώδης εντεριώνη τού ελάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε *λovκ-yoν και είναι παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «λευκότητα, φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη βαθμίδα *loug- τής ΙΕ ρίζας *leuq- «λάμπω, φωτεινός» (πρβλ. λατ. lux «φως»). Η λ., επομένως, θα είχε αρχικά τη σημ. «φωτεινότητα, ακτινοβολούν φως». Συνδέεται πιθ. με αρχ. σλαβ. luča «ακτίνα», λατ. lucus «δάσος» και με τα: λευκός, λεύσσω, λύχνος].
Dictionary of Greek. 2013.